- ἐξέπεμπον
- ἐκπέμπωsend outimperf ind act 3rd plἐκπέμπωsend outimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
BREA — civitas Atheniensium, in quam postea coloniam miserunt. Steph. Hesych. Βρέα, πόλις Θρακίας εἰς ἥν Α᾿θηναῖοι ἀποικίαν ἐξέπεμπον … Hofmann J. Lexicon universale
εκπέμπω — (AM ἐκπέμπω) 1. αποστέλλω, εξαποστέλλω («εκπέμπω αποικία», «ἐκπέμπουσι συμπρεσβευτάς») 2. αναδίδω και διασκορπίζω στον χώρο («εκπέμπω λάμψη», «ἐκπέμπω σέλας, πνεῡμα ὑγρόν, δυσοσμίαν κ.λπ.») νεοελλ. 1. απελευθερώνω ηλεκτρόνια τα οποία κινούνται… … Dictionary of Greek